- σπιρτόζος
- -α, -ο, Ν1. (για πρόσ.) αυτός που διακρίνεται από οξύτητα και ευστροφία πνεύματος2. (για λόγο) πνευματώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spiritoso (βλ. λ. σπίρτο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπιρτόζος — α, ο (λ. ιταλ.), πνευματώδης, ευφυής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπιρτόζικος — η, ο, θηλ. και ια, Ν [σπιρτόζος] σπιρτόζος, πνευματώδης («σπιρτόζικο ανέκδοτο») … Dictionary of Greek